λιγύπνοος

λιγύπνοος
λιγύπνοος, -οον και -ους, -ουν (Α)
βλ. λιγύπνοιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιγύπνοον — λιγύπνοος masc/fem acc sg λιγύπνοος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγύπνοιος — και λιγύπνοος, οον και λιγύπνους, ουν (Α) (για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + πνοιος / πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δί πνοιος / θεό πνους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”